- υπερκόμπως
- Αεπίρρ. βλ. ὑπέρκομπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερκόμπως — ὑπέρκομπος overweening adverbial ὑπέρκομπος overweening masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρκομπος — ον, Α αυτός που κομπάζει υπέρμετρα, ο υπέρμετρα αλαζόνας 2. (για πράγμ.) έξοχος, εξαίρετος («αἱ δ ὑπέρκομποι τάχει [νῆες]», Αισχύλ.). επίρρ... ὑπερκόμπως Α με ιδιαίτερα κομπαστικό, αλαζονικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κομπος (< κόμπος [Ι]… … Dictionary of Greek